- χωρίζω
- χώρισα, χωρίστηκα, χωρισμένος1. αποχωρίζω, ξεχωρίζω, απομακρύνω κάποιον ή κάτι: Χωρίζει τα στέρφα από τα γαλάρια.2. διαλέγω, προτιμώ.3. διανέμω, διαμοιράζω: Ήταν πολλά αδέρφια, και ο πατέρας τους τους χώρισε την περιουσία του λίγους μήνες πριν πεθάνει.4. στους συζύγους, διαλύω το γάμο: Δεν πέρασαν δυο χρόνια από τότε που παντρεύτηκαν, και χώρισαν.5. αφήνω κάποιον και φεύγω: Την ώρα που χωρίζαμε με τον Παύλο μάς συνάντησε η Μαρία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.